-
1 доктор
-а, πλθ. -а α.γιατρός, δόκτορας, ντοντόρος•сходите за -ом πηγαίνετε για το γιατρό, φωνάξτε το γιατρό.
|| διδάκτορας, δόκτορας, ντόχτορας•доктор наук διδάκτορας επιστημών•
доктор философии διδάκτορας φιλοσοφίας.
-
2 доктор
доктор м 1) (врач) о για τρός 2) (учёная степень) о δόκτορας, ο διδάκτορας* * *м1) ( врач) ο γιατρός2) ( учёная степень) ο δόκτορας, ο διδάκτορας -
3 кандидат
кандидат м 1) о υποψή φιος* \кандидат в депутаты о υποψή φιος βουλευτής \кандидат в члены το δόκιμο μέρος 2): \кандидат наук о διδάκτορας* * *м1) υποψήφιοςкандида́т в депута́ты — ο υποψήφιος βουλευτής
кандида́т в чле́ны — το δόκιμο μέρος
2)кандида́т нау́к — ο διδάκτορας
-
4 кандидат
-а α.-ка, -и θ.υποψήφιος•кандидат в депутаты υποψήφιος βουλευτής•
выдвигать в -ы προτείνω υποψήφιους.
|| διδάκτορας•технических наук διδάκτορας τεχνικών επιστημών.
εκφρ.кандидат в члены партии – δόκιμο μέλος του κόμματος. -
5 доктор
1. (учёная степень) о διδάκτωρο διδάκτορας, ο δόκτορας, ο δόκτωρ (ξεν.)2. (врач) о (γ)ιατρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доктор
-
6 кандидат
1. (лицо, которое предполагается к избиранию, назначению и т.п.) о υποψήφιος 2. (младшая учёная степень) о διδάκτορας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кандидат
-
7 MD
[,em 'di:]( abbreviation) (Doctor of Medicine.) διδάκτορας ιατρικής -
8 докторский
επ.διδακτορικός, του διδάκτορα•-ая степень διδακτορία, το αξίωμα του διδάκτορα•
-ая диссертация εναίσιμη διατριβή για διδακτορία•
получить -ую степень αναγορεύομαι διδάκτορας, παίρνω τό βαθμό ή το αξίωμα του διδάκτορα•
-ое свидетельство το δίπλωμα του διδάκτορα.
-
9 doktor
γιατρός, διδάκτορας, δόκτορας
См. также в других словарях:
διδάκτορας — ο τίτλος που απονέμεται σε πτυχιούχο πανεπιστημίου, αφού πρώτα εγκριθεί πρωτότυπη επιστημονική διατριβή του: Είναι διδάκτορας της ιατρικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διδάκτορας — ο μεταπτυχιακός τίτλος που απονέμεται σε επιστήμονα για μια πρωτότυπη πραγματεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διδάκτωρ μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή εκδ. 1833)] … Dictionary of Greek
Μακάριος Γ’ — (Μιχαήλ Μούσκος, Παναγιά Κύπρου 1913 – Λευκωσία 1977). Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου (1950 77) και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959 77). Σπούδασε θεολογία στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Βοστόνης και νομικά στο Πανεπιστήμιο … Dictionary of Greek
Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Κατρεφάζ ντε Μπρεό, Zαv Λουί Αρμάν — (Jean LouisArmandQuatrefages deBréau, 1810 – 1892). Γάλλος φυσικός, γιατρός και ανθρωπολόγος. Αρχικά σπούδασε φιλολογία στο Στρασβούργο και αργότερα μαθηματικά. Το 1829 αναγορεύτηκε διδάκτορας των μαθηματικών. Σπούδασε επίσης ιατρική και το 1832… … Dictionary of Greek
Μεθόδιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Πατάρων (τέλη 3ου αι.). Ήταν αρχιερέας, πλατωνικός φιλόσοφος, σφοδρός αντίπαλος του Ωριγένη και σημαντικός ποιητής. Έγραψε το Συμπόσιον των δέκα παρθένων ή περί αγνείας. Είναι γνωστός ως… … Dictionary of Greek
δαμασκηνός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Οσιομάρτυρας από την Κωνσταντινούπολη, ασκητής στο Άγιον Όρος. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Νοεμβρίου. 2. Ιερομάρτυρας, ιερομόναχος της μονής Χιλανδαρίου Αγίου Όρους. Μαρτύρησε στη Βουλγαρία το 1771 … Dictionary of Greek
σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… … Dictionary of Greek
Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε … Dictionary of Greek